19 Μαΐ 2016

Σπονδή και μνήμη Πόντου


Της Μαρίκας Σουρμελή Κατσανέβα


Το κείμενο που παρουσιάζεται εδώ έχει γραφεί παλαιότερα από τη μητέρα μου Μαρίκα Σουρμελή Κατσανέβα                   (φωτογραφία εδώ), η οποία γεννήθηκε στην Κερασούντα του Πόντου και μικρό κοριτσάκι με τη μητέρα της Δέσποινα και τα έξι μικρά τότε αδέρφια της ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Καλλιθέα της Αθήνας. Ο Πατέρας της και παππούς μου Ιορδάνης, πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Νεότουρκους και στάλθηκε εξόριστος στα βάθη της Ανατολίας. Ήταν από τους λίγους των ανδρών της οικογένειας Σουρμελή που από καθαρή τύχη σώθηκαν από τη γενοκτονία των Ποντίων, την οποία αμφισβητούν σημερινοί κυβερνώντες εθνομηδενιστές. Η μητέρα μου που δε ζει πια, μεγάλωσε στην Αθήνα, πήρε το πτυχίο της Νομικής και αναδείχτηκε ως μια από τις πρώτες γυναίκες δικηγορίνες της χώρας, με λόγιο και γλαφυρό λόγο και πένα, με  αγώνες για τα δικαιώματα των παιδιών, με  διάθεση προσφοράς και συμμετοχής στα κοινά. Το κείμενό τη παρατίθεται αυτούσιο πιο κάτω.


Το θέμα μου γύρω από τα ιστορικά γεγονότα και τις παιδικές μου αναμνήσεις από τον Πόντο, είναι χιλιοειπωμένο, είναι ολοζώντανοι, αντίλαλοι που μας έρχονται ξανά και ξανά στο νου και γράφτηκαν πολλές φορές, πάντα συγκινούν και δονούν τις πιο ευαίσθητες χορδές της ποντιακής μας καρδιάς.
Ο αείμνηστος λαογράφος Σολωμονίδης γράφει σε κάποιο βιβλίο του «θα περάσουν χειμώνες, θα περάσουν καλοκαίρια και της μνημοσύνης το δάκρυ, θα σταλάζει θερμό και αστείρευτο πάνω στους τάφους των χαμένων πατρίδων και μεις θα μαζευόμαστε συχνά και σαν Εστιάδες παρθένες, θα ανασκαλίζουμε την ιερά φωτιά των περασμένων για να μη σβήσει ποτέ και να μεταδοθεί στις ερχόμενες γενεές».

Βέβαια, οι παιδικές μου αναμνήσεις είναι περιορισμένες, δεν αρκούν για να επεκταθώ σε ιστορικά γεγονότα. Θα ανατρέξω σε βιβλία, αξιόλογα κείμενα και πραγματείες εκλεκτών συγγραφέων, Ποντίων και φιλοποντίων που με την γλαφυρή τους πέννα, παραστατικά και ολοζώντανα μας μεταφέρουν πίσω σ’ έναν κόσμο θρύλου και γοητείας όπου τώρα απλώθηκε σιωπή, ερημιά και σκοτάδι και στη θύμησή του πόνο και θλίψη γεμίζουν οι ψυχές μας.

Υπήρξε κάποτε ένας αλησμόνητος Πόντος όπου ήκμαζε και ανθούσε μια κοινωνία αιώνων που διατήρησε μέσα στο αγριότερο και σκληρότερο περιβάλλον, χαλύβδινη την Ελληνική ψυχή, αλώβητη την πίστη και ασάλευτη την αγάπη προς την ελληνική πατρίδα.

Μισός αιώνας και πλέον πέρασε από τότε από την προσφυγική τραγωδία. Τραγωδία ανείπωτη. Αναρίθμητο πλήθος ανθρώπων ξεσηκώθηκε από τις αιώνιες εστίες του, εγκαταλείποντας περιουσίες, σχολεία, εκκλησίες, τους τάφους των πατέρων τους. Με ματωμένη ψυχή έφευγαν στη μητέρα Ελλάδα, έφευγαν για να σωθούν από τον εξευτελισμό, τη βαρβαρότητα, τη σφαγή.
Ήταν η πιο μεγάλη εθνική συμφορά.

Τι φρίκη Θεέ μου! Μέσα στις φλόγες η Σμύρνη! Φωτιές, λεηλασίες, σκοτωμοί, βιασμοί, ήταν το αποκορύφωμα θηριωδίας που κράτησε πολλές μέρες.«Αισθάνομαι καταισχύνη γιατί ανήκω στο ανθρώπινο γένος» έγραφε ο τότε Πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών στη Σμύρνη κ. Χόρτον υποβάλλοντας την παραίτησή του, γιατί υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του ολοκαυτώματος της Σμύρνης. Και τι Οδύσσεια το ξερίζωμα και η τραγωδία των Ποντίων.
Όταν την 24η Απριλίου 1922 στο εθνικό μνημόσυνο που έγινε στο Ναό του Αγίου Νικολάου Κων/πόλεως υπέρ των σφαγιασθέντων Ποντίων, ο αείμνηστος Υπουργός Λεωνίδας Ιασωνίδης εξεφώνησε μνημειώδη και ιστορικό λόγο, είπε μεταξύ άλλων τα εξής: «Μελανίστιος εκ πένθους η Αργώ παραπλέει τας ακτάς του Ευξείνου, ο δε Ιάσων στηρίζων περίλυπος την κεφαλήν επί του πηδαλίου χύνει δάκρυ θολερόν. 
Την πατρίδα του βλέπων πυρπολούμενη, τους άνδρας εξοριζομένους, τα δε γυναικόπαιδα θνήσκονται εκ πείνης εγκαταλείπει Σινώπην την πατρίδα του Διογένη ο Κυνικός και πρόσφυξ γενόμενος, κυλίει τείδε κακεισε τον πίθον της προσφυγικότητος του κρατών δε φανόν ανά χείρας ζητεί τον άνθρωπον, όστις θα σώσει την γενέτειρα του (είναι γνωστόν ότι ο Διογένης κατήγετο από την Σινώπην του Πόντου). Βλέπων ο Στράβων στην Δημοσίαν πλατείαν της πατρίδος του Αμάσεια, 70 αγχόνες, σε μια και μόνη ημέρα φεύγει περιπλανώμενος και απαρηγόρητος νοσταλγός. Θρήνος και οδυρμός ηκούσθη εν Πάφρα, Κερασούντι, Αμισό και Σάντα και πανταχού. 

Σκότος βαθύ και λαίλαψ αιμοχαρούς τυραννίας ενέσκηψε εις τον ορίζοντα του Ελληνικού Πόντου. Δεν αναπέμπονται πλέον δεήσεις προς τον θεόν της Χριστιανοσύνης, ο ήχος των κωδώνων δεν αντιλάλει εις τους αιθέρας, σίγησεν η ελληνική φωνή του Ευαγγελίου, δεν κελαηδούν τα πτηνά, δεν ανθεί η φύσις εφέτος δεν έχομεν Μάιον, δεν έχομεν άνοιξιν, ήδη το παν από άκρου εις άκρον πενθεί, διότι ο Πόντος απέθανεν, ο Πόντος εσταυρώθη τετέλεσται. Τελούμεν το μνημόσυνο τούτο υπέρ των μυριάδων μαρτύρων, των δε μνήμην αυτών γεραίρομεν, τον στέφανον απονείμομεν, τον ηρωισμόν αποθαυμάζομεν, το υπέροχον αυτών παράδειγμα μιμηθώμεν. Απέθανον με το όνομα της πίστεως και πατρίδος εις τα χείλη, μη δειλιάσαντες προ της αγχόνης.

Επιτελούμεν μια θλιβερή ανάμνηση του παρελθόντος και νοσταλγούμε εδώ στην ελεύθερη πατρίδα, την αλησμόνητη γενέτειρα τον Πόντο τον θρυλικό Πόντο».Αυτά και άλλα πολλά εξεφώνησε ο μεγάλος πατριώτης Ιασωνίδης.

Εξήντα δύο ολόκληρα χρόνια από τους διωγμούς και τον αφανισμό του Ποντιακού στοιχείου, που έζησε και ήκμασε τριάντα αιώνες σ’ αυτή τη χώρα που τον γέννησε, εκεί όπου είδε πρώτα το φως της ημέρας, τους μόχθους του, τους ψυχικούς δεσμούς του, τους τάφους των πατέρων του.

Χαιρόμαστε τη λεβεντιά και το αδούλωτο πνεύμα του Ποντίου που κατόρθωσε μέσα στο σκοτάδι της χειρότερης τυραννίας να διατηρήσει αναμμένη τη φλόγα των παραδόσεων, των ηθών και εθίμων και να τη μεταφέρει άσβεστη στην Ελληνική γη.

Παραστατικά και ολοζώντανα μπήκαν στη ζωή μας τα γνήσια ποντιακά τραγούδια, τα πατριωτικά άσματα που αντηχούσαν στους κάμπους και τις θάλασσες, στις βουνοκορφές και τα λαγκάδια, στα πανύψηλα και άγρια βουνά, τα ρασία, που η Ποντιακή μούσα τα τραγούδησε με την αθάνατη λύρα.
«Να σαν εσάς ψηλά βουνά καμίαν κι γεράτεν διαβαίνε χρόνια και καιρούς πάντα χλωροφοράτεν».

Αλλά και με πόση λαχτάρα, με τι παλμό δονούσαν στις ψυχές μας, τα πατριωτικά άσματα, ο Εθνικός μας ύμνος που μαθαίναμε στα πρώτα μαθητικά μας χρόνια και με την παιδικήν μας αφέλεια, με φόβο και καρδιοχτύπι υψώνουμε τη φωνή μας. Και ήταν απερίγραπτος ο ενθουσιασμός μας για κάθε τι που περιέκλειε την πατρίδα Ελλάδα.

«Ω λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου» ή
«Μαύρη είν’ η νύκτα στα βουνά».
Αλλά και το συγκλονιστικό, το αθάνατο εκείνο ποίημα του Βαλαωρίτη:
«Μέριασε βράχε να διαβώ
το κύμα ανδρειωμένο
λέει στην πέτρα του γιαλού
θολό μελανιασμένο».

Και ξέραμε όλοι μας τι νόημα είχε ο βράχος.Πάμπολλα έχει να πει η ιστορία για τον Πόντο, για τους θρυλικούς αγώνες και τα κατορθώματα των ηρωϊκών Ποντίων. Κάθε πόλη και κάποια θύμιση από την αρχαία ή τη Βυζαντινή Ελλάδα. Στο βιβλίο του «η Γη του Πόντου» γράφει ο αείμνηστος Ψαθάς:
«Νάτην η Τραπεζούντα η πιο όμορφη πόλη του Πόντου πρωτεύουσα ιστορική των Κομνηνών, γεμάτη εκκλησίες, κάστρα Βυζαντινά, τζαμιά και ορθοδοξία που από την μια μεριά της σκαρφαλώνει στο λόφο του Ποζτεπέ και από την άλλη δροσολογιέται ανέμελα στην θάλασσα του Ευξείνου και πότε χαϊδεύει τις αμμουδιές της, καταγάλανη και πότε ανασηκώνεται θυμωμένη σε κύματα θεόρατα ου σφάζουν και βροντολογούν στα βράχια του γιαλού της».

Ταξιδεύοντας προς τα δυτικά άλλες πόλεις προβάλλουν γεμάτες κι αυτές ελληνισμό, Τρίπολη, Κερασούντα, για την οποία λένε ότι πήρε το όνομά της από τους Κερασόκαμπους. Και ότι από κει ο καλοφαγάς και αχόρταγος Λούκουλος, έφερε το κεράσι στην Ευρώπη.

Πιο πέρα η Ορδού τα αρχαία Κοτύωρα, απ’ όπου απέπλευσαν οι κύριοι προς την Ελλάδα, η Σαμψούντα με τη μεσαιωνική ονομασία της Αμισού, η Σινώπη και τόσες άλλες παραλιακές πόλεις γεμάτες ρωμιοσύνη με τις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις τα αγνά ήθη και έθιμα.
Και συνεχίζει ο Ψαθάς:

«Σκαρφαλωμένα στις αετοράχες τους τα μοναστήρια οι Αηλιάδες, δείχνουν σαν νάνοι οι πατημασιές Ελληνικών αιώνων που πέρασαν από κει και άφησαν τα σημάδια τους για τους ερχόμενους. Είδαν πολλά τούτα τα βουνά μέσα στους αιώνες, είναι η πέτρινή τους μνήμη. Κάπου εκεί πέφτει η Κολχίδα, όπου έφτασε ο Ιάσων με τους Αργοναύτες για το χρυσόμαλλο δέρας και πιο πέρα ορθώνεται βαρύς ο Καύκασος, όπου μαρτύρησε ο Προμηθέας και κάποιο από αυτά τα βουνά είναι ο Θήχης απ’ όπου οι μύριοι είδαν την γαλάζια θάλασσα και γέμισαν με το βουητό της χαράς τον αέρα θάλαττα, θάλαττα όπως τ’ ανιστορεί ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβαση».

Εδώ με τον καιρό πύκνωσε και άνθισε ένας ελληνισμός που στα χρόνια των μεγάλων Βυζαντινών γνώρισε μεγάλες δόξες κάτω από τη δυναστεία των μεγάλων Κομνηνών που ίδρυσαν την ανεξάρτητη Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος και την κράτησαν δοξασμένη κοντά 250 χρόνια. Την εποχή εκείνη, η Τραπεζούντα έγινε η πρώτη πόλη της Ανατολής, με διεθνή χαρακτήρα λόγω της μεγάλης εμπορικής της κινήσεως. Οι ιστορικοί την απεκάλουν «ένδοφον πόλιν λαμπράν πολυάνθρωπον, ελευθέραν αυτόνομον».

Όλες οι Ποντιακές πολιτείες είχαν περάσει στην Ιστορία από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, των Ρωμαίων και των Βυζαντινών. Και ύστερα όλα σκοτείνιασαν. Επάνω στην σκηνή της ιστορίας φάνηκε ο βάρβαρος εχθρός.

Από τα βάθη της Ανατολής ξεκίνησε ο όλεθρος και αφάνιζε το κάθε τι με σίδερο και με φωτιά. Στις σπηλιές, στα δάση, στα φαράγγια τούτων των βουνών και προπάντων στα μοναστήρια και τις κατακόμβες, έφυγε και τρύπωσε αλαφιασμένος ο ελληνισμός του Πόντου για να σωθεί από τη θεομηνία. Ήταν τότε που πάρθηκε η Πόλη και θρήνος απλώθηκε στη γη του Πόντου.

«Να τα εμάς, να βάι εμάς, Ναϊλί εμάς,
επάρθεν η Ρωμανία
μοιρολογούν τας εγκλησιάς
κλαίνε τα μοναστήρια».
Νανούριξε η σκλαβωμένη μητέρα το παιδί της λέγοντας
«Υιεμ αν ζεις κι αν γίνεσαι στην Ρωμανίαν φύγον».

Περνούν οι αιώνες αλλά κάποτε το μαχαίρι φτάνει στο κόκκαλο, σαλεύουν οι λαοί που ζούνε στη σκλαβιά, παίρνει η Ελλάδα με το σπαθί της την λευτεριά της, ενώ στον Πόντο η Ρωμιοσύνη ξεθάρρεψε φούντωσε σιγά – σιγά, ξεχύθηκε από τα βουνά και απλώθηκε πάλι σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά.

Ήσυχη και χαρούμενη κυλά τώρα η ζωή σ’ όλο τούτο το χώρο. Εκεί στους κάμπους και τα λιβάδια καρπίζουνε οι φουντουκιές, μαζεύονται τα φουντούκια με τραγούδια, ανθίζουνε οι μυρωδάτες λεμονιές, ολόχρυσα προβάλουν τα πορτοκάλια στον ήλιο, σωστή ευλογία Θεού τα καλαμπόκια, τα καπνά, τα στάρια που θερίζουνε οι κοπελιές και γίνεται ο μόχθος τους έρωτας και τραγούδι.

«Σον Αηλιάν αφκά κεκά
θερίζ’ τ’ εμόν τ’ αρνόπον
και ντ’ έμορφα και νόστιμα
κρατεί το δρεπανόπον».

Χρόνια και χρόνια ποτίζει με τον ιδρώτα του ο Πόντιος δουλευτής τούτη τη γη, ένας ολόκληρος λαός που άντεξε στον κατακτητή και ζει με τις χαρές του, με τις έννοιες του, λαός ελληνικός, ολούθε εκκλησιές του, ολούθε τα σχολεία του ακόμη και στο πιο μικρό χωριό.Έπλεαν σε πλούτο και δόξα όλες οι παράλιες πόλεις και ενδότερα του Πόντου, κρατώντας στα χέρια τους οι Πόντιοι, το εμπόριο, τα γράμματα, τις επιστήμες, ανοίγοντας όλο και νέους δρόμους προόδου και ευημερίας. Πλοίαρχοι, καπεταναίοι, ανεμοδέρνουνε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, στ’ άγρια κύματα του Εύξεινου και κουβαλάνε πλούτο και χρήμα αφάνταστο από τα ταξίδια τους.

Αν ελάμβανε χώρα, σήμερα, η Αργοναυτική εκστρατεία με σκοπό την αναζήτηση του χρυσόμαλλου δέρατος θα ελέγετο εξερευνητική αποστολή. Και ποιος μας λέει ότι το χρυσόμαλλο δέρας δεν ήταν ο φυσικός πλούτος της περιοχής εκείνης και ότι εκεί δεν υπήρχαν χρυσοφόροι ποταμοί, ειδικά δε στην Κολχίδα όπου ξεκίνησαν να πάνε οι Αργοναύται.Και πράγματι στην Κολχίδα που βρίσκεται στα Ανατολικά παράλια του Ευξείνου κοντά στην Τραπεζούντα, λέγεται ότι οι κάτοικοι συνέλεγαν ψήγματα χρυσού και μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών.Όπως όλοι οι μύθοι έτσι και ο μύθος αυτός ίσως να έχει στο βάθος του μια αλήθεια, μια πραγματικότητα.

Οι υπόδουλοι Έλληνες του Πόντου κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες και μόχθους για την διάδοση των γραμμάτων και της παιδείας. Από πολλών ετών καλλιεργούντο σε μεγάλο βαθμό τα γράμματα στον Πόντο.Μετά την άλωση όμως της Κων/πόλεως και την ολοσχερή πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η λειτουργία των σχολείων έπαυσε παντελώς. Οι διωγμοί, οι βαρβαρότητες και τα παντός είδους βασανιστήρια εκράτησαν το λαό μακριά από κάθε μόρφωση. Και μόνο τα μοναστήρια αποτελούσαν το περιώνυμο κρυφό Σχολειό όπως και στ’ άλλα μέρη του υποδούλου Ελληνισμού. Πήγαιναν εκεί τα Ελληνόπουλα με το φεγγάρι για να μάθουν γράμματα. Ποιος από μας δεν ξέρει το απλό εκείνο ποίημα: «φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να περπατώ…»

Τα μοναστήρια του Πόντου διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο για την διάδοση των γραμμάτων και τη διατήρηση των αγνών παραδόσεων του λαού. Εκεί μεταξύ άλλων, εφυλάσσοντο εκκλησιαστικοί κώδικες, ιερά βιβλία, εικόνες και βιβλία αμυθήτου αξίας.Μεταξύ των μοναστηριών που καλλιέργησαν το εθνικό αίσθημα, με τα κρυφά σχολειά, στα χρόνια της σκλαβιάς, όπως τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, των μετεώρων, της Κρήτης, της Κύπρου, ήταν και τα μοναστήρια του Πόντου. Ο ιστορικός Καρολίδης τονίζει στην ιστορία του ότι «ο Πόντος διετήρησε εν τω Ορθοδόξω Ελληνισμώ την Ελληνικήν συνείδησιν και την Ελληνικήν γλώσσαν, ως γλώσσαν του πνευματικού βίου».

Μέσα στα πάμπολλα μοναστήρια θα ήταν παράληψη αν δεν ανέφερα και την Παναγία Σουμελά, που τα χέρια του Ευαγγελιστή Λουκά χάραξαν τη θεϊκή μορφή της πάνω στο ξύλο και το αγίασαν στους αιώνες, για να σκορπά θάρρος και παρηγοριά στον πικραμένο ελληνισμό του Πόντου.Έστησε λοιπόν το θρόνο της η Παντάνασσα πέρα εκεί στα βράχια, στ’ απάτητα βουνά της πιο ψηλής κορυφής του όρους Μελά κοντά στην Τραπεζούντα και αιώνες ολόκληρους στάθηκε ίνδαλμα και προστάτης του ποντιακού στοιχείου.

Η θεϊκή της φήμη ξεπέρασε τα σύνορα, ξαπλώθηκε στον Χριστιανικό κόσμο, και όχι μονάχα Χριστιανοί αλλά και αλλόθρησκοι γονάτιζαν με ευλάβεια μπρος στην θαυματουργό εικόνα της.
Με το ξερίζωμα των Ποντίων, ο αείμνηστος μοναχός Αμβρόσιος, είχε τη θεία έμπνευση να θάψει την εικόνα με τα δύο κειμήλια, τον σταυρό που εδώρησε στη Μονή ο Αυτοκράτωρ της Τραπεζούντος Εμμανουήλ ο Γ’ και το ιερό Ευαγγέλιο που έγραψε το 644 μ.Χ. σε περγαμηνή ο τότε ιερομόναχος Χριστόφορος. Και κατόπιν πολλών ενεργειών του τότε αείμνηστου Υπουργού Λεωνίδα Ιασωνίδη, επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου, ξεκίνησε ο μοναχός Αμβρόσιος με ειδική άδεια των Τουρκικών αρχών και μετέφερε την εικόνα με τα δύο κειμήλια εδώ στην Ελλάδα.

Οφείλω να τονίσω ότι πρώτος ο αείμνηστος λόγιος ιατρός Φίλων Κτενίδης οραματίσθηκε την τοποθεσία όπου έπρεπε να στηθεί η Παντάνασσα, έτσι ώστε η άγρια ομορφιά της να θυμίζει τα ύψη του όρους Μελά. Περιήλθε λοιπόν τα γύρω βουνά, αναρριχήθηκε σε βράχια ανίχνευσε τοπία, κατέβηκε σε ολισθηρές πλαγιές, ώσπου η χάρη της τον οδήγησε στην κορυφή του Βερμίου.

Τα ψηλά απόκρημνα βουνά, τα πυκνά δάση, η απέραντη θέα, όλα θύμιζαν στο νοσταλγό Κτενίδη, το παλιό μεγαλείο του τόπου όπου φιλοξενήθηκε η Παντάνασσα 600 χρόνια πριν.Και τώρα εκεί στην κορυφή του βουνού της Καστανιάς με το πυκνό και καταπράσινο δάσος, με την πλούσια βλάστηση, με την γραφική και επιβλητική μεγαλοπρέπεια βρίσκεται στημένη η Παναγιά Σουμελά στον καινούργιο θρόνο της, σε μια γωνιά της Μακεδονίας. Συνεχίζει την παράδοση πολλών αιώνων που πέρασαν και δόξασαν τον Ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.

Γράφει η Ρούλα Παπαδημητρίου για την Παναγία Σουμελά ότι όποιος αξιώνεται να την επισκεφτεί νοιώθει την ψυχή της δεμένη με τον τόπο που τη δέχτηκε, την ομορφιά που την περιβάλλει. Και το αντίκρισμα της πανάρχαιας ιστορικής εικόνας, συγκλονίζει την ψυχή σου και νοιώθεις την δίκαια οργή της να ξεσπά, ν’ αφηγείται τις μεγάλες δραματικές εκείνες στιγμές που την συνετάραζαν και άλλαζαν τη μοίρα όσων ανθρώπων ευλόγησε, όσων αγάπησε, όσων συμπόνεσε».

Το παρακάτω συγκινητικό ποίημα του αείμνηστου Κτενίδη «Η Καμπάνα του Πόντου» αποτελεί το Άσμα ασμάτων της Ποντιακής νοσταλγίας.

«Σεράντα χρόνια εδέβανε, σεράντα καλοκαίρε
κι ο Πόντον κρουει ΄ς νου μ κι εβγαίν με τ’ αγιασμένα μέρε
πάντα αναστορώ ατα πάντα ΄ς σ΄ομμάτεμ φαίνταν
και κλαίγ΄ ν ατα τάχαρα τι πονεμάτ’ εγένταν.

Ασά ρασία απανκές και ασά χαμελωσίας
έρημα και παντέρημα ελέπω τα εγκλησίας.
Μ΄ ουδέ ποπάδες λειτουργούν μ΄ ουδέ ψαλτάδες ψάλ νε
και τα καμπάνας κ’ ιλαλούν και νε καντήλας άφ΄ νε.

Τα νύχτας μοναχόν ακούς νυχτοπουλί λαλίαν
και θεύ΄ ς κι θέλ΄ τς παρέρτεσε θανής μοιρολοϊαν.
Αράχνια εσαβάνωσαν πόρτας και παραθύρια
τη Σουμελά, τη Γουμερά κι όλε τα μοναστήρε.

Τρανόν και άσυρτον κακόν έπαθαν. Κρίμαν, Φόνος
πιστεύ κανείς αληθινά επέθανεν ο Πόντος;
Κωφόν τ΄ ωτίν π’ ακούειατο σον νου μ΄ κακόν κίβαλω
ο Πόντον κι αν επέθανεν
ανθεί και φέρει κι άλλο»

Το πλούσιο έδαφος του Πόντου σε πολύτιμα μέταλλα, οι εύφορες πεδιάδες με τ’ άφθονα προϊόντα, αποτελούσαν πηγή πλούτου για τον Σουλτάνο όπως λ.χ. τα πλούσια μεταλλεία της επαρχίας Χαλδίας. Οι έλληνες Πόντιοι λόγω της εργατικότητάς των, άρχισαν ν’ απολαμβάνουν ορισμένα προνόμια από τον Σουλτάνο. Οι αρχιμεταλλουργοί εθεωρούντο κυβερνητικοί υπάλληλοι και χάρις στα προνόμια που είχαν, συνετέλεσαν όχι μονάχα στην ευημερία και προαγωγή του τόπου, αλλά και στη σωτηρία του έθνους με τη διατήρηση των ηθών, εθίμων και των αγνών παραδόσεων.Ανήγειραν σχολείο, εκκλησίες, στις παράλιες πόλεις, αλλά και στα ενδότερα του Πόντου στις κωμοπόλεις και τα χωριά. Και ποια από τις πόλεις δεν έχει να θυμηθεί σελίδες από τη ζωή και τη δράση της χάρη στον απέραντο πατριωτισμό και την εθνική αλληλεγγύη των κατοίκων.

Στον εθνικό αγώνα του ’21 οι Πόντιοι δεν έμειναν απαθείς. Εθναπόστολοι που ήρθαν στον Πόντο από την Κων/πολη με αμφίεση και ψευδώνυμα δερβίσηδων ενέγραψαν πολλά μέλη στη Φιλική Εταιρεία, μεταξύ αυτών και πολλούς Μητροπολίτες. Και γενικά οι Πόντιοι ενίσχυαν με εράνους τον απελευθερωτικό αγώνα.Ο καθηγητής Βαλιούλης ο οποίος εδίδαξε επί δεκαετίαν στο Γυμνάσιο Αμιασσού, γράφει σ’ ένα άρθρο του:«Ένας λαός, εύχαρις, φιλόξενος, μορφωμένος, πολιτισμένος, ειλικρινής και συνεπής, στας εμπορικάς του συναλλαγάς και υποχρεώσεις φιλήσυχος και ειρηνικός, διεκρίνετο για την φιλοπονία και δραστηριότητά του».

Σχολεία ονομαστά όπου εδίδασκον διαπρεπείς καθηγητές, διδάσκαλοι και δασκάλισσες για τη μόρφωση χιλιάδων Ελληνοπαίδων, μητροπολιτικά μέγαρα, μεγαλοπρεπείς εκκλησίες, ονομαστά μοναστήρια, πλούσια εμπορικά καταστήματα, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, Τράπεζες, ευαγή φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσοκομεία, μουσικοφιλολογικοί Σύλλογοι, διαλαλούσαν τον πολιτισμό των Ποντίων.Το περίλαμπρο φροντιστήριο Τραπεζούντος, που ιδρύθηκε το 1682, το Γυμνάσιο και ορφανοτροφεία Αμισού, το μεγαλοπρεπές Γυμνάσιο Κερασούντος, η Ψωμιάδειος Σχολή Κοτυώρων, το φροντιστήριο Αργυρουπόλεως, η κεντρική ιερατική Σχολή στη Νικόπολη και πολλά άλλα που αδυνατώ να περιγράψω.

Εδώ πρέπει να κάνω ιδιαίτερη μνεία για το Γυμνάσιο Τραπεζούντος που όπως ανέφερα, ιδρύθηκε το 1632, δηλ. 150 χρόνια περίπου πριν την ελληνική επανάσταση. Στη θέση του παλαιού κτιρίου το 1902 υψώθηκε ένα μεγαλοπρεπές κτίριο με όλους τους κανόνες υγιεινής και παιδαγωγικής.Στο συγκρότημα αυτό του φροντιστηρίου λειτούργησε πλήρες Γυμνάσιο θεωρητικής και πρακτικής μορφώσεως με διδακτικό προσωπικό πανελληνίου φήμης. Εκεί υπήρχαν εργαστήρια φυσικής και χημείας με αμφιθέατρο, βιβλιοθήκη, αναγνωστήρια, περίφημο αρχείο πατριαρχικών εγκωμίων, κλειστό Γυμναστήριο, ευρύτατη αίθουσα τελετών και στο προαύλιο ένα θαυμάσιο παρεκκλήσιο για τους σπουδαστές του φροντιστηρίου.Το Γυμνάσιο αριθμούσε περί τους 2.000 σπουδαστές εκ των οποίων οι αποφοιτούντες έφευγαν για ανωτέρα μόρφωση ή και διορίζοντο εκπαιδευτικοί λειτουργοί σε κάθε γωνιά του Πόντου.

Ο αείμνηστος συγγραφεύς Κανδηλάπτης γράφει σ’ ένα βιβλίο του: «εις εκάστην πόλιν εισερχόμενος τις έβλεπεν εις θέσιν αξιοθέατον τα δύο του Έλληνος Ποντίου κειμήλια, την εκκλησία και το Σχολείο, διδύμους αδελφούς προσωποποιούντας την πίστη και την πατρίδα, τον Γολγοθά και την Ακρόπολη».

Μεγάλη σημασία και προσοχή εδίδετο στην παιδεία και μόρφωση της γυναίκας. Πλείστα όσα Παρθεναγωγεία υπήρχαν ακόμη και στα ενδότερα του Πόντου. Λέγεται ότι σε μια κωμόπολη, οι κάτοικοι εκεί θεωρούσαν εντελώς περιττή τη μόρφωση της γυναίκας, την έβλεπαν με αυστηρό οπισθοδρομικό μάτι. Επικράτησε λοιπόν η γνώμη μεταξύ των ανδρών κυρίως, ότι για το κορίτσι γράμματα είναι το πλέξιμο τ’ αρτάρι, το κέντημα, «να πλύνε σκεύα και άμα παντρέυνε να εφτάνε παιδία και αφήνε ρίζας στο σπίτι».

Αυτή την προκατάληψη και λανθασμένη γνώμη θέλησε να καταπολεμήσει ένας προοδευτικός δάσκαλος της εποχής εκείνης. Κάλεσε λοιπόν συνεδρίαση τους προκρίτους της πόλης και αφού ανέπτυξε τα καλά της μόρφωσης για την γυναίκα, πρότεινε να ιδρυθεί ένα Παρθεναγωγείο. Όλοι οι συνελθόντες δημογέροντες εσιώπουν, έσκυψαν τας κεφαλάς – όπως μας περιγράφει στο βιβλίο του ο αείμνηστος συγγραφεύς Κανδηλάπτης – και περιεργάζοντο τας γενειάδας των και μόνον ο κρότος των εκκοκιζομένων καμβολογίων ετάραττε την επελθούσαν σιωπήν». 

Αίφνης έλαβε τον λόγον ένας εκ των ισχυρών προκρίτων και λέει: είναι περιττό δάσκαλε το παρθεναγωγείο για τα κορίτσια μου. «Σάγκιμ σην Πόλ θα εφτάματς δασκάλες. Σχολείον εν να πλέκνε ορτάρια και να πλένε σκεύα και όχι να μαθάνε γράμματα και να γράφνε σεβτάς τραγούδια οι νισαλίσσα τουν».Απογοητευμένος ο δάσκαλος έριψε ένα βλέμμα στους άλλους συνέδρους για να τους ψυχολογήσει, τι αίσθηση έκαναν οι λόγοι του λαλήσαντος. Και τότε σηκώνεται ένας βιοπαλαιστής ωρολογοποιός το επάγγελμα αλλά θαρραλέος και φιλαλήθης αποτεινόμενος στο δάσκαλο λέει με θάρρος:

«Δάσκαλε άφσατον ήταν θέλνα λέει. Γιατί να είναι αμόν ζα τα κορίτσιαμουν, πίσον ντο ξέρς, εγώ θα στείλω πρώτος τη Σοφία και την Παρθέναν να μαθάνε του θεού τα γράμματα».Η φράσις αυτή ως από μηχανής θεός μετέβαλε την γνώμη των άλλων προκρίτων, ηγέρθησαν όλοι και εδήλωσαν ότι θα στείλουν και αυτοί τα κορίτσια τους.Κατασυγκινημένος ο δάσκαλος αμέσως επί τόπου συνέταξε και υπεγράφη από όλους το πρακτικό της ιδρύσεως του Παρθεναγωγείου.

Ας μου επιτραπεί να αναφέρω και ένα άλλο περιστατικό σε άλλο χωριό.Οι μικροί μαθητές ενός χωριού, μετά το μάθημα, είχαν τη συνήθεια να κάθονται στο προαύλιο της εκκλησίας όπου έγραφαν και μελετούσαν τα μαθήματά τους. Εκεί μαζεύοντο  και οι μητέρες, οι γιαγιάδες των παιδιών, έγνεθαν τη ρόκα τους, καμαρώνοντας τα παιδιά τους. Όταν τελείωναν έτρεχαν να δείξουν τα γραπτά τους στις γιαγιάδες. Εκεί ανάμεσά τους υπήρχε μια γραία ονόματι Λυκουρίνα αγράμματη μεν αλλά πανέξυπνη και όλοι την εσέβοντο. Έστελναν λοιπόν οι γιαγιάδες τα εγγόνια τους στην Λυκουρίνα να εκφέρει την γνώμη της. Αυτή έπαιρνε ένα σοβαρό ύφος έριχνε μια ματιά στα γράμματα και τους έλεγε:

«Αφερίμ πουλόπομ τα γράμμα είναι έμορφα και στρογγυλά αμόν τη πουίσας τομάτια, ίσα αμόν τα τουβάρια ντέγκλησίθας παστρικά αμόν αβούτο το τιφτίκ ντο κάμω, αμάν θέλνε οξέας και βαρέας». Ήταν το όνειρο κάθε γονιού να βλέπει το παιδί του να μορφώνεται.Εδώ και ενάμισι αιώνα, το τραγικό 1922, ο ξεριζωμός του ελληνισμού του Πόντου και της Μικράς Ασίας από τις αρχαίες εστίες του, συνεκλόνισαν από τα θεμέλια το Ελληνικό Έθνος.

Ας μην αναφέρω τα μεγάλα σφάλματα που διέπραξαν οι ισχυροί και κραταιοί της εποχής εκείνης που κατέληξαν στην τραγική στην ανείπωτη καταστροφή της Ελλάδος. Ένας υπέροχος λαός της Μικράς Ασίας του Πόντου και της Θράκης παρουσιάζεται στο βωμό της σκοπιμότητας των μεγάλων δυνάμεων. Ο εκπατρισμός προβάλλει με τη φρικτή του όψη στο προσκήνιο, θα φύγουν όλοι, όλοι. Είναι η τελευταία φάση της τραγωδίας το ξεσπίτωμα, το μαρτύριο και ο Γολγοθάς του Ελληνισμού του Πόντου. 

Εξόριστοι, εγκάθειρκτοι, αποδεκατιζόμενοι, το άνθος του Πόντου σύρεται προ της αγχόνης, γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές, μεγαλέμποροι, δημοσιογράφοι, πέφτουν ηρωικά υπέρ πίστεως και πατρίδος. Και όσοι επέζησαν., γυναικόπαιδα και γέροι, εξαντλημένοι, ταλαιπωρημένοι έφτασαν στη μητέρα Ελλάδα, που αλίμονο και κείνη τότε συντετριμμένη είχε να δεχθεί στους κόλπους της ενάμισι εκατομμύριο ψυχές.

Και πραγματικά η Ελλάδα εξετέλεσε ένα τεράστιο άθλο, να περιθάλψει και να προστατεύσει τόσα θύματα της τρομερής τραγωδίας.Ήταν ο τραγικός επίλογος του μαρτυρίου.Τι μεγάλη συγκίνηση με καταλαμβάνει αναπολώντας τα περασμένα. Η φαντασία μου γυρίζει συχνά πίσω στις χαμένες πατρίδες που ερημώθηκαν, πόλεις που ανθούσαν άλλοτε, τα παρχάρια, τα κρυστάλλινα νερά, τα ρασία βουβά, θλιβερά τα νεκροταφεία μας, ερείπια οι εκκλησίες μας, που είναι άραγε τα θεμέλιά τους, οι Άγιες Τράπεζες, τα τάματα, οι εικόνες, πώς χάθηκαν; Τι κακό έκαμαν;

Πόσες πικρές αναμνήσεις, όταν παιδούλα τότε και εγώ με το διωγμό, συγκλονιστικές ειδήσεις εσφύριζαν στ’ αυτιά μας. Οι Τούρκοι μας διώχνουν, ήρθαν τα βαπόρια να μας πάρουν. Τι σπαραγμός πως είναι δυνατόν, που θα μας πάνε;

Ο πατέρας μου κυνηγημένος, εξόριστος στα βάθη της Τουρκίας, η αδελφή μου από καιρό στην Πόλη για σπουδές, χωρίς νεώτερες ειδήσεις, η μητέρα μου η μόνη προστάτης μας, έξι παιδιά όλα μικρά, δυο γιαγιάδες και η μητέρα της γιαγιάς μου και δυο προστατευόμενα. Τι να περισώσει η μανούλα μας; Τι να πρωτοπάρει μαζί της. Έβαλε στον κόρφο της ότι πολύτιμα είχε, μάζεψε όσο ρουχισμό και τρόφιμα μπορούσε να πάρει. Που πηγαίνουμε; Ποιος θα μας παραλάβει, ποιος θα μας προστατεύσει; Που βρισκόταν ο πατέρας μας;

Φτάνουμε στο καράβι, εκεί στην προκυμαία. Τι συνωστισμός Θεέ μου, η μάνα χάνει το παιδί και το παιδί τη μάνα. Ανεβαίνουμε με δυσκολία στο καράβι, δακρύζουν όλοι. Έχε γεια όμορφη Κερασούντα, γλυκιά νυφούλα του Πόντου, με τη θερμή φιλοξενία σου, με τη μαγευτική σου Ακρόπολη, τα πανύψηλα κάστρα σου, τις εκκλησίες σου, τα μεγαλόπρεπα καμπαναριά σου, τα περίλαμπρα σχολεία σου, πόσο σας ενοστάλγησα! Πόσο θα θελα να βρεθώ γω μια μέρα εκεί στο τόπο που γεννήθηκα, να γονατίσω ν’ ασπασθώ το κατώφλι του σπιτιού μας να κόψω τριαντάφυλλα από τον κήπο, να τρέξω στην εκκλησία, να σταθώ για λίγο στο στασίδι της γιαγιάς μου, ν’ αντικρίσω την εικόνα του Αϊ Νικόλα.

Φτάνουμε στην Πόλη. Οι αρχές δε μας επέτρεψαν να αποβιβασθούμε. Μας μετέφεραν σ’ ένα φορτηγό. Τι περιπέτεια Θεέ μου θρήνος και οδυρμός. Οι γιαγιάδες προσευχές όλο προσευχές: «Πάντων προστατεύεις Αγαθή. Διάσωσαν από κινδύνων τους δούλους σου Θεοτόκε».Τρικυμία άγρια και το κύμα σάρωνε το κατάστρωμα βρεχόμαστε και κρυώναμε. Νοέμβριος του 1922. Αναπολώ με θλίψη τα συνταρακτικά αυτά γεγονότα και μαζί με τ’ αδελφάκια μου αγοράκια όλα μικρά, δύο, έξη, οχτώ, δέκα ετών, τι συναισθήματα τρόμου και φρίκης συνεκλόνιζαν τις παιδικές ψυχές μας.

Έτσι λοιπόν οι χαμένες πατρίδες μας αιματοβαμμένες από τους αγώνες ολόκληρων αιώνων θα μείνουν σαν μια γλυκιά, μαζί και πικρή ανάμνηση και κάπου κάπου θ’ ακούμε τον αθεράπευτο νοσταλγό να μουρμουρίζει κλαίγοντας:

«Ω γλυκιά πανέμορφη γενέτειρα χιλιοπλουμιστή πάντα πρασινισμένη, με των λουλουδιών σου το άρωμα με τα άνθη από τα κρίνα σου και ροδοπέταλά σου, τον κόσμο όλο γύρισα και πουθενά δεν είδα άλληνε σαν και σένα γενέτειρα πατρίδα αγαπημένη».


Και μέσα σε λίγα χρόνια αυτοί οι ξεριζωμένοι από τα σπίτια τους, εργάσθηκαν σκληρά, εμόχθησαν για να δημιουργήσουν μια εύφορη Ελλάδα. Με την εργατικότητά τους, τις ικανότητες, την τιμιότητα, τη συνέπεια, την ευθύτητα, σκόρπισαν τη χαρά της δημιουργίας, έχτισαν μια καλύτερη Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου